«Εσύ απ’ αυτόν δεν χάνεις», έλεγε εμφατικά πρόσωπο του στενού πρωθυπουργικού κύκλου στον Αλέξη Τσίπρα τις παραμονές των ευρωεκλογών.

«Κανένας μας δεν πίστευε ότι μπορεί ο Αλέξης να χάσει από τον Μητσοτάκη», εξομολογούνταν όσοι βρίσκονταν κοντά στον πρωθυπουργό την επομένη της μεγάλης ήττας του ΣΥΡΙΖΑ.

Όσο κι αν έχει εξασκηθεί, από έφηβος ακόμη, στην τέχνη της γοητείας, όσο κι αν έμαθε να καμουφλάρει καλά τα συναισθήματά του για να ελίσσεται ανάμεσα στους πολιτικούς στροβίλους, αυτή τη φορά στάθηκε αδύνατο για τον κ. Τσίπρα να κρύψει το σοκ και την ψυχική οδύνη του.

«I was the future once» δεν αποκλείεται να σκεφτόταν εκείνο το βράδυ της 26ης Μαίου, καθώς θα στιφογυρνούσε άυπνος στο κρεβάτι του. Η περίφημη φράση του Ντέιβιντ Κάμερον με την οποία ο διακεκριμένος άγγλος πολιτικός αποχαιρέτησε τη Βουλή των Κοινοτήτων κατά την τελευταία ομιλία που εκφώνησε ως πρωθυπουργός της χώρας του, τον Ιούλιο του 2016, ταιριάζει απόλυτα στην περίπτωση του Αλέξη Τσίπρα, ακόμη κι αν η γλυκόπικρη, πνευματώδης και στιλάτη αυτή εξομολόγηση θα μπορούσε να προέρχεται μόνο από καλοσπουδαγμένα φλεγματικά αγγλικά χείλη.

Ποιος να φανταζόταν ότι τα πράγματα θα είχαν ένα τόσο άσχημο και απότομο τέλος, όταν τον Φεβρουάριο του 2008 ο κ. Τσίπρας εκλεγόταν πρόεδρος του Συνασπισμού με 70,41%; Ποιος να υπέθετε ότι ο πρώην «καταληψίας μαθητής» όχι μόνο θα έφτανε να πιστωθεί έναν άθλο ιστορικών διαστάσεων, οδηγώντας την Αριστερά για πρώτη φορά στην εξουσία, αλλά και ότι στη συνέχεια θα έπεφτε τόσο παταγωδώς από το χρυσό άρμα της πολιτικής κυριαρχίας του; Ποιος να προέβλεπε τέτοια ήττα για τον άνθρωπο που πήρε τον ΣΥΡΙΖΑ του 4,6% το 2009 και τον οδήγησε σε διπλή νίκη το καλοκαίρι του 2014 (ευρωεκλογές και δημοτικές), σε τρίτη τον Ιανουάριο του 2015, σε τέταρτη τον Ιούνιο (δημοψήφισμα) και σε πέμπτη τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους;

Το ίδιο ίσως θα σκεφτόντουσαν και οι αντίστοιχοι άγγλοι αναλυτές κι επικοινωνιολόγοι, όταν αναζητούσαν πριν από τρία χρόνια τις αιτίες του «ξαφνικού θανάτου» του κ. Κάμερον: πώς είναι δυνατόν να πέσει τόσο έξω αυτός ο νέος και ταλαντούχος πολιτικός, το outsider που έγινε επικεφαλής των Tories στα τριάντα εννιά του, εκσυγχρόνισε το κόμμα του, του χάρισε πρωτοφανή δημοτικότητα και το οδήγησε στην εξουσία για πρώτη φορά μετά από 13 χρόνια; Κι όμως: ο λαμπερός κ. Κάμερον δεν έπεισε τους Άγγλους να μείνουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση, κι ας έκανε κοπιώδη εκστρατεία και εκατοντάδες event σε όλη τη χώρα για να εξηγήσει στους συμπολίτες του ότι το Brexit θα ήταν μια πράξη «οικονομικού αυτοτραυματισμού».

Nothing is really impossible if you put your mind to it. After all, as I once said: Ι was the future once.

— David Cameron

Τι οδήγησε στην πτώση

«Το κυβερνάν εστί προβλέπειν» είχε πει ο Αλκιβιάδης, και η ικανότητα αυτή μάλλον δεν ανήκει στη φαρέτρα με τα βέλη του κ. Κάμερον, ούτε όμως και του κ. Τσίπρα (όπως, παρεμπιπτόντως, δεν ανήκε ούτε στη φαρέτρα του Αλκιβιάδη, του πρωταρχικού ίσως «αστεριού» της πολιτικής που κάηκε νωρίς, κι ας είχε μέντορα τον Σωκράτη).

Ο έλληνας πρωθυπουργός όχι μόνο δεν μπόρεσε να προβλέψει την ήττα που πλησίαζε, αλλά δεν κατάφερε να αντιληφθεί ούτε τη σταδιακή αλλαγή του πολιτικού κλίματος, ούτε την αυξανόμενη δυσφορία της μεσαίας τάξης, η οποία τον τιμώρησε για όλα τα δεινά που συστηματικά της προξένησε. Στις αρχαίες τραγωδίες ο ήρωας πληρώνει την ύβρη του με μια οδυνηρή και υποδειγματική πτώση. Στη σύγχρονη πολιτική η νομοτελειακή αυτή σχέση δεν έχει αλλάξει. Αν αναρωτηθούμε τι ήταν αυτό που οδήγησε τον κ.Τσίπρα στην πτώση του σε τόσο νεαρή ηλικία, όταν μόλις πριν από λίγα χρόνια το μέλλον έμοιαζε να του ανήκει κι όλοι μιλούσαν για το «φαινόμενο Τσίπρα», η αλαζονεία διεκδικεί περίοπτη θέση στον κατάλογο με τις αιτίες.

Αλαζονεία είναι η πεποίθηση ότι εσύ, ως άλλος Τσε Γκεβάρα, θα κατατροπώσεις τους Ευρωπαίους γραφειοκράτες και θα καταργήσεις τα μνημόνια, ακόμη κι όταν μετά από λίγο πραγματοποιείς στροφή 180 μοιρών, αθετείς τις υποσχέσεις σου και επιδίδεσαι στη μια «kolotoumba» μετά την άλλη. Αλαζονεία είναι να θεωρείς πως η εκτελεστική εξουσία δικαιούται να χειραγωγεί τη δικαστική, πως η μεσαία τάξη πρέπει να υπερφορολογηθεί, πως η συμφωνία των Πρεσπών θα «περάσει» δίχως σοβαρό πολιτικό κόστος: να πιστεύεις δηλαδή πως το χάρισμά σου είναι τόσο σπουδαίο, ώστε μπορεί να νικάει κάθε δυσκολία, να υπερπηδά κάθε εμπόδιο, να κινεί βουνά και να φέρνει πάντα την κοινή γνώμη με το μέρος σου – ό,τι κι αν πάει στραβά, όσα λάθη κι αν γίνουν, εσύ πάντα θα ξεγλιστράς.

Αλαζονεία είναι, τέλος, να συνασπίζεσαι με άτομα που προσβάλλουν κατάφωρα το κοινό αίσθημα ηθικής και δικαίου, και προπαντός αλαζονεία είναι να υποτιμάς τον αντίπαλό σου. «Είσαι πολύ λίγος εσύ να μιλάς για μένα!» βροντοφώναξε αρχές Μαΐου στη Βουλή ο πρωθυπουργός απευθυνόμενος στον κ. Μητσοτάκη και λίγες μέρες μετά χρειάστηκε να καταπιεί τρεις φορές τα λόγια του.

Το αξιοπερίεργο είναι ότι ο κ. Τσίπρας το πίστευε αυτό που είπε: πίστευε πράγματι ότι πατάει δέκα σκάλες παραπάνω από τους πολιτικούς αντιπάλους του κι είναι σα να μην ελάμβανε ούτε ένα από τα προειδοποιητικά μηνύματα που κατέφθαναν καθημερινά στου Μαξίμου.

Πώς γίνεται να πέσει κανείς τόσο έξω;

Η «πεποίθηση της εξαίρεσης»

Σύμφωνα με το περίφημο Stanford Prison Experiment, ένα ψυχολογικό πείραμα που διεξήχθη το 1971 στις ΗΠΑ, στο Πανεπιστήμιο του Στάνφορντ, τα μέλη μιας ομάδας φοιτητών που ανέλαβαν να υποδυθούν τους «φρουρούς φυλακών» άρχισαν να καταχρώνται την εξουσία που τους δόθηκε και να κακοποιούν τους «φυλακισμένους» συμφοιτητές τους. Αποδείχθηκε δηλαδή, όχι ακριβώς ότι «η εξουσία διαφθείρει», όπως υποστήριξε ο λόρδος Άκτον, άγγλος ιστορικός του 19ου αιώνα, όσο ότι η εξουσία ενισχύει και αναδεικνύει προϋπάρχουσες ηθικές τάσεις στην προσωπικότητα ενός ανθρώπου.

Η αίσθηση εξουσίας επηρεάζει τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε τους άλλους. Μπορεί μάλιστα να οδηγήσει έναν πολιτικό σε αυτό που ο Terry Proce, ειδικός σε θέματα ηθικής της ηγεσίας, αποκαλεί «exception making» («η πεποίθηση της εξαίρεσης»): να κάνει τον ηγέτη να πιστέψει ότι οι κανόνες που διέπουν το σωστό και το λάθος δεν ισχύουν για τον ίδιο. Με άλλα λόγια, οι άνθρωποι που έχουν στα χέρια τους την εξουσία κάνουν αυτό που θέλουν – ακόμη και αν παραβιάζουν τις ηθικές νόρμες – όχι μόνο επειδή θεωρούν πως δεν θα τιμωρηθούν, αλλά και επειδή ενστικτωδώς πιστεύουν ότι έχουν κάθε δικαίωμα: τρέφουν την «πεποίθηση της εξαίρεσης».

Επιτυγχάνοντας το 2015 μια νίκη που ήταν αδιανόητη ως τότε για το κόμμα του, ο κ. Τσίπρας σίγουρα πίστεψε πως είναι η σπάνια «εξαίρεση». Από το 2008, όταν ο τριαντατετράχρονος νέος ανέλαβε τα ηνία του Συνασπισμού, ως το 2015, όταν αναδείχθηκε θριαμβευτής των εκλογών, με χίλιες κάμερες και το παγκόσμιο ενδιαφέρον επάνω του, έπαιξε σωστά τα χαρτιά του, σαγήνευσε τους νέους ψηφοφόρους, πυροδότησε τις αντιεξουσιαστικές τάσεις μεγάλης μερίδας Ελλήνων, καλλιέργησε καίρια την ιδέα μιας ρομαντικής επανάστασης των «αδικημένων» που θα διώξουν άρον άρον το «κακό» ΔΝΤ και θα γίνουν κυρίαρχοι του εαυτού τους: πόνταρε δηλαδή στην πιο μεγαλομανή και ανέφικτη πρόταση, η οποία έγινε δεκτή ακριβώς επειδή η πλειοψηφία είχε κουραστεί να δίνει λογαριασμό στους «ξένους» και θεώρησε πως υπάρχει εύκολη λύση από το αδιέξοδο – η ανυποταγή.

Ο κ. Τσίπρας έδωσε ελπίδα στους κουρασμένους, υποσχέθηκε το καινούργιο, το νέο, το διαφορετικό, το ανατρεπτικό, αυτό που σπάει τους κανόνες και είναι για τους «μάγκες», τους ασυμβίβαστους ή απλώς τους απηυδισμένους, αυτούς που πήρανε τη ζωή τους λάθος και θέλουνε ν’ αλλάξουνε ζωή.

Φυσικά αυτή είναι φλέβα χρυσού, από επικοινωνιακής άποψης. Όλοι θέλουνε να αλλάξουνε ζωή, ακόμη κι αν στην πράξη δυσκολεύονται να αλλάξουν ακόμη και την πιο απλή συνήθειά τους. Ο κ. Τσίπρας τη χτύπησε τη φλέβα αυτή και σάρωσε.

Να που έχει ο καιρός γυρίσματα, όμως, και το καινούργιο γίνεται με τη σειρά του κι αυτό «παλιό». Η εξουσία φθείρει, κατά κανόνα, κι ελάχιστοι μπορούν να αντισταθούν στη φθορά που φέρνουν ο χρόνος και οι περιστάσεις. Φαίνεται, μάλιστα, πως πολλές φορές οι νεαροί«αστέρες» καίγονται ακόμη πιο γρήγορα από το αναμενόμενο, ακριβώς λόγω της απειρίας, της υπερβολικής αυτοπεποίθησης, των κακών συμβούλων, και της έπαρσής τους, που τους οδηγεί να αποκοπούν από τις ανάγκες, τους φόβους και τις επιθυμίες του εκλογικού σώματος.

Αν θες να δοκιμάσεις το χαρακτήρα ενός ανθρώπου, δώσ’ του εξουσία.

— Αβραάμ Λίνκολν

«A class act»

Όλοι «πέφτουν» κάποια στιγμή, κανένας δεν μένει για πάντα στην κορυφή. Να έχεις φτάσει στο απώγειο της δόξας σου, όμως, και να πρέπει να φύγεις άρον άρον είναι σίγουρα πολύ δυσάρεστο.

Τα ερωτήματα που τίθενται, λοιπόν, είναι τα εξής και είναι κρίσιμα:

Α) Μπορείς να εξασφαλίσεις μιαν αξιοπρεπή αποχώρηση; Να φύγεις με το κεφάλι ψηλά; Στην περίπτωση του Ντέιβιντ Κάμερον, π.χ., ακόμη και οι αντίπαλοί του παραδέχτηκαν ότι η τελευταία του εμφάνιση, η «έξοδός» του από την πολιτική σκηνή, ήταν υψηλού επιπέδου, γεμάτη κομψότητα – «a class act», όπως τη χαρακτήρισαν.

Β) Τι κληρονομιά αφήνεις πίσω σου; Ποια ανάμνηση αφήνεις στον λαό σου; Ότι προσπάθησες να τον ενώσεις ή ότι τον δίχασες διασπείροντας ταξικό μίσος μέσω ενός λόγου πολωτικού; Ότι προσπάθησες να τον κάνεις να αισθανθεί πιο ασφαλής, πιο ήρεμος, πιο αισιόδοξος ή τον άφησες στο έλεος πάσης φύσεως εγκληματικών δυνάμεων, στο έλεος της υπερφορολόγησης, της ανεργίας, της επενδυτικής αδράνειας; Με λίγα λόγια, τον έκανες να αισθανθεί ότι ευημερεί υλικά και ψυχολογικά ή ότι μαραίνεται και συρρικνώνεται καθημερινά; 

Ο Αβραάμ Λίνκολν είχε πει: «Όλοι σχεδόν οι άνθρωποι μπορούν να αντέξουν τις δυσκολίες, αλλά αν θες να δοκιμάσεις τον χαρακτήρα ενός άνδρα, τότε δώστου εξουσία». Τον χαρακτήρα του κ. Τσίπρα τον είδαμε πεντακάθαρα από τη στιγμή που ανέλαβε την ηγεσία της χώρας. Μένει τώρα να δούμε και τον χαρακτήρα του κ. Μητσοτάκη, ο οποίος σε λίγες μέρες θα κληθεί να κυβερνήσει την Ελλάδα. Θα κάνει και αυτός τα ίδια λάθη; Θα υποκύψει και αυτός στην «πεποίθηση της εξαίρεσης»; Οι συγκυρίες είναι εξαιρετικά απαιτητικές και οι Έλληνες έχουν πολύ μεγάλη ανάγκη από έναν πολιτικό ηγέτη που τους σέβεται και τηρεί στοιχειωδώς τις υποσχέσεις του. Ο κ. Μητσοτάκης , αν δε θέλει και αυτός μια μέρα να στριφογυρνάει στο κρεβάτι του αναστενάζοντας «I was the future once», θα πρέπει να αγωνιστεί σκληρά προκειμένου να φέρει την ανάπτυξη, την αξιοκρατία, την ευνομία και την αισιοδοξία στη χώρα.

Όσο για τον κ. Τσίπρα, ας αναλογιστεί το πολύτιμο μάθημα που θα του χαρίσει στις 7 Ιουλίου η Ιστορία. Είναι σπουδαία δασκάλα. Και ποιος ξέρει… αν ο φωτογενής αριστερός πολιτικός καταφέρει να διατηρήσει αμείωτο το επικοινωνιακό χάρισμά του, ίσως κάποτε του δοθεί μια δεύτερη ευκαιρία.

Spread the love