Η ζωντανή αναμετάδοση της σφαγής μέσα στο μουσουλμανικό τέμενος της Νέας Ζηλανδίας έφερε στο προσκήνιο, με μεγαλύτερη ίσως ένταση από ποτέ, ερωτήματα σχετικά με τον ρόλο που διαδραματίζουν οι διάφορες διαδικτυακές κοινωνικές πλατφόρμες όσον αφορά τη διασπορά μηνυμάτων μίσους, βίας και ρατσισμού. Η αναμετάδοση της επίθεσης στο τέμενος μέσω του Facebook Live «εκπροσωπεί μια εντυπωσιακή παραφθορά ενός είδους επικοινωνίας, το οποίο χρησιμοποιούν εκατομμύρια και το οποίο αναμενόταν να φέρει τους ανθρώπους κοντά, αλλά στην πορεία τους βοήθησε να χωριστούν σε αντιμαχόμενα στρατόπεδα» σημειώνουν οι New York Times.
«Δεν μπορούμε να το αρνηθούμε πλέον, τα social media είναι ως έναν βαθμό υπεύθυνα για την κάθοδό μας στον νεο-φασισμό» γράφει ο Ρόναλντ Ντάιμπερ, πολιτικός επιστήμων και διευθυντής του Citizen Lab στο Πανεπιστήμιο του Τορόντο.
Πριν από δέκα χρόνια, ο ισχυρισμός αυτός θα μας είχε φανεί παράλογος. Τότε δηλαδή που όλοι διαπιστώναμε περιχαρείς ότι οι Ιρανοί χρησιμοποιούσαν το facebook και το youtube για να αναμεταδίδουν βιντεάκια από τις διαδηλώσεις τους ενάντια στις στημένες εκλογές του 2009 (το Πράσινο Κίνημα του Ιράν). Δύο χρόνια αργότερα, τα γεγονότα της Αραβικής Άνοιξης έδειξαν σε όλο τον κόσμο τη δύναμη των μέσων αυτών, εφόσον τα κινήματα διαμαρτυρίας που γεννήθηκαν στις χώρες εκείνες χρησιμοποίησαν αποτελεσματικά τα social media προκειμένου να συντονιστούν και να επικοινωνήσουν μεταξύ τους, επιφέροντας τελικά την πτώση των καθεστώτων στην Τυνησία και την Αίγυπτο.
Εκείνη την εποχή, οι μελετητές πίστευαν ότι η χρήση των σόσιαλ μίντια θα αποδυνάμωνε μοιραία τα απολυταρχικά καθεστώτα και θα ενδυνάμωνε τις δημοκρατίες. Τα κοινωνικά δίκτυα διευκολύνουν τη γρήγορη διάδοση της πληροφορίας και δίνουν τη δυνατότητα στους καταπιεσμένους να ξεγλιστρούν από την λογοκρισία των ιθυνόντων. Έτσι, επιτυγχάνεται γοργή επικοινωνία ανάμεσα σε μεγάλες ομάδες διαφορετικών ανθρώπων, εξασφαλίζοντας στους μαχητικούς πολίτες πολύτιμα εργαλεία για την οργάνωση των δράσεών τους.
Υπήρχαν μερικές επιφυλακτικές φωνές, αλλά κανένας δεν τους έδινε σημασία μέσα στον γενικότερο ενθουσιασμό για την Αραβική Άνοιξη. Χαρακτηριστική είναι η συνέντευξη του Bono των U2 στο MIT Technology Review που δήλωνε “Το κινητό, το ίντερνετ, και η διάδοση της πληροφορίας – θανάσιμος συνδυασμός για τους δικτάτορες”.
My use of social media is not PRESIDENTIAL - it’s MODERN DAY PRESIDENTIAL. Make America great Again
— Donald Trump
Είναι πράγματι δύσκολο να εμποδίσεις τη διάχυση της πληροφορίας στα social media. Αλλά όπως πλέον έχουμε ανακαλύψει είναι εξίσου δύσκολο να εμποδίσεις τη διασπορά της παραπληροφόρησης. Ένας ικανός άνθρωπος ή ένα πολιτικό κόμμα που θέλει να υπονομεύσει τους επικριτές του στο ίντερνετ μπορεί να ανταποκριθεί με έναν ποταμό ψεύδους ή παραπλάνησης, καθιστώντας το πολύ δύσκολο για τους απλούς πολιτες να καταλάβουν τι ακριβώς συμβαίνει.
Ένα αδιάκοπο τσουνάμι πληροφόρησης που εκτυλίσσεται σε αληθινό χρόνο δημιουργεί το τέλειο περιβάλλον για τη διάδοση ψεμμάτων, θεωριών συνωμοσίας, κουτσομπολιών και «διαρροών» γράφει ο Ντάιμπερ στο δοκίμιό του. «Ανυπόστατοι ισχυρισμοί και αφηγήματα γίνονται viral, ενώ οι προσπάθειες για εξακρίβωση πληροφοριών αγωνίζονται να ακολουθήσουν στον ίδιο ρυθμό. Τα μέλη του κοινού, ανάμεσά τους ερευνητές και δημοσιογράφοι, μπορεί να μην έχουν τη γνώση, τα εργαλεία ή τον χρόνο για να επαληθεύσουν όσα διαβάζουν. Μέχρι να το κάνουν, τα ψέματα μπορεί να έχουν ήδη ενσωματωθεί στο συλλογικό ασυνείδητο».
Χαρακτηριστικό το παράδειγμα των πρόσφατων εκλογών στη Βραζιλία. Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου, ο ακροδεξιός υποψήφιος Μπολσονάρο επένδυσε μεγάλα ποσά στην προώθηση κάλπικων πληροφοριών μέσω του WhatsApp, τηλεφωνικής εφαρμογής του Facebook, τις οποίες όπως αποδείχτηκε, οι αντίπαλοί του δυσκολεύτηκαν ιδιαίτερα να τις αντικρούσουν. Χρησιμοποιώντας το WhatsApp, οι υποστηρικτές του Μπολσονάρο έστελναν καθημερινά παραποιημένα ενημερωτικά μηνύματα στα κινητά εκατομμύριων Βραζιλιάνων: πειραγμένες φωτογραφίες που έδειχναν υψηλόβαθμα στελέχη του Εργατικού Κόμματος να διασκεδάζουν με τον Φιντέλ Κάστρο μετά την Επανάσταση της Κούβας, ηχητικά κλιπ που παρουσίαζαν αλλοιωμένες τις πολιτικές του αριστερού αντιπάλου Χαντάντ, καθώς και «διορθωτικές» ειδήσεις που υπονόμευαν τις αυθεντικές. Η επονείδιστη αυτή καμπάνια ήταν επιτυχής, επειδή το WhatsApp είναι ένα βασικό εργαλείο επικοινωνίας στη Βραζιλία, που το χρησιμοποιούν 210 εκατομμύρια κάτοικοι.
Ο Ντόναλντ Τραμπ και οι συνεργάτες του υιοθετούν παρόμοιες τακτικές. Ο Τραμπ δεν διστάζει να ψεύδεται, και, παρόλο που ο Τύπος του επιτίθεται, τα δεξιά μέσα ενημέρωσης παίζουν το παιχνίδι του, υιοθετώντας ό,τι λέει ως αληθινό στα σόσιαλ μίντια. Μια πρόσφατη έρευνα υποστηρίζει ότι οι συντηρητικοί ψηφοφόροι είναι τέσσερις φορές πιο επιρρεπείς στο να κοινοποιούν fake news στο Facebook απ’ ό,τι οι προοδευτικοί. Ενώ μια άλλη έρευνα –του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης– ανακάλυψε ότι οι συντηρητικοί επιδεικνύουν πολύ μεγαλύτερη προθυμία στο να διαδώσουν ειδήσεις-σκουπίδια (junk news), δηλαδή παραπλανητικές, δόλιες ή ανακριβείς πληροφορίες.
Στις Φιλιππίνες, ο πρόεδρος της χώρας Ροντρίγκο Ντουέρτε έχει καλλιεργήσει μια διαδικτυακή κοινότητα που αριστεύει στο «πατριωτικό τρολάρισμα»: στέλνει μηνύματα μίσους στους επικριτές του και διαδίδει συκοφαντίες για αυτούς. Έχει εντοπιστεί ένα δίκτυο περισσότερων από 12 εκατομμύρια λογαριασμούς σε διάφορες πλατφόρμες, οι οποίοι εκπονούν προπαγάνδα υπέρ του Ντουέρτε. Ο Ντουέρτε συμπεριελήφθη σε μια αναφορά των Ηνωμένων Εθνών σχετικά με το πώς η χρήση του facebook εκ μέρους του Φιλιππινέζου προέδρου έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην καμπάνια γενοκτονίας εναντίον της μειονότητας των Ροχίνγκια στη Μιανμάρ.
Πώς φτάσαμε ως εδώ;
Είναι ίσως νωρίς να βγάλουμε καθοριστικά συμπεράσματα σχετικά με το πόσο η δόλια χρήση των σόσιαλ μίντια επηρεάζει τη συμπεριφορά των ψηφοφόρων. Οι έρευνες διαφωνούν σχετικά με το αν τα fake news βοήθησαν τον Τραμπ να κερδίσει τις εκλογές. Υπάρχουν ένα σωρό σημαντικότεροι λόγοι –οι εθνικές αντιπαλότητες, η αδυναμία της αντιπολίτευσης, η ανεργία ή ο φόβος για την εγκληματικότητα – τους οποίους οι ακροδεξιοί ηγέτες εκμεταλλεύονται για να κερδίσουν έδαφος. Η πάταξη της εγκληματικότητας, για παράδειγμα, ήταν ο ακρογωνιαίος λίθος της προεκλογικής εκστρατείας του Μπολσονάρο.
Προφανώς δεν φταίνε τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης για όλες αυτές τις αγριότητες. Δεν διαθέτουν από μόνα τους τόση μεγάλη δύναμη και θα ήταν ισοπεδωτικό να υποστηρίξει κανείς πως η παγκόσμια κρίση δημοκρατίας που βιώνουμε οφείλεται σε αυτά. Φαίνεται, όμως, πως τα σόσιαλ μίντια αποτελούν ένα πολύ ισχυρό όπλο στα χέρια επικίνδυνων πολιτικών που τα χρησιμοποιούν για να εντείνουν το ταξικό μίσος, τις ρατσιστικές τάσεις και τις ανασφάλειες των ψηφοφόρων. Υπονομεύουν την εμπιστοσύνη στους θεσμούς δημιουργώντας ένα κλίμα πολιτικής απαξίωσης και καχυποψίας. Τροφοδοτούν δηλαδή τις ίδιες τις εντάσεις που οδήγησαν στη γέννηση των ακροδεξιών κομμάτων. Όταν καταναλώνεται τόση ενέργεια στη διάδοση «βρόμικων» πληροφοριών, από τη μία, και στην καταπολέμησή τους, από την άλλη, οι πολίτες αρχίζουν να χάνουν την εμπιστοσύνη τους στους θεσμούς ή ακόμη και την πίστη τους στην αλήθεια. Θεωρούν, πολύ απλά, ότι το παιχνίδι είναι «στημένο» και δεν ξέρουν πλέον ποιον και τι να πιστέψουν. Έτσι, αντί οι καλύτερες ιδέες και θέσεις να αναδεικνύονται, τελικά πνίγονται μέσα σε μια «βαβούρα».
Οι παλαιοί «φρουροί» της δημοκρατίας (τα παραδοσιακά Μ.Μ.Ε., οι M.K.O., οι κυβερνητικοί και ακαδημαϊκοί θεσμοί) μπορεί να εμπόδιζαν μέρος της αλήθειας να αναδυθεί, αλλά ταυτόχρονα εμπόδιζαν και την ευρεία διάδοση της παραπληροφόρησης. Τώρα έχουν αποδυναμωθεί σημαντικά. Οι νέοι «φρουροί» –τα χιλιάδες σάιτ ενημέρωσης που έχουν ξεφυτρώσει παντού– δεν ενδιαφέρονται για το μήνυμα, αρκεί να έρχονται τα «κλικ». Αυτή η εξέλιξη έχει γονατίσει μικρούς και μεγάλους εκδοτικούς οργανισμούς. Μια από τις θλιβερές συνέπειές της είναι η μείωση της δημοσιογραφικής έρευνας αλλά και της εγκυρότητας των μέσων.
Give everyone the power to share anything with anyone.
— Mark Zuckerberg
Λάδι στη φωτιά του μίσους
Οι ομοϊδεάτες συσπειρώνονται στο διαδίκτυο και πιο δυνατά από όλους «φωνάζουν» οι εξτρεμιστές. Οι διαδικτυακές κοινότητες λειτουργούν «οπαδικά»: στηρίζουν τους δικούς τους και «κράζουν» τους αντιπάλους τους. «Η έρευνα έχει δείξει ότι οι προσβολές, τα ψέματα και οι δόλιες τακτικές είναι αυτές που προκαλούν τη μεγαλύτερη εμπλοκή των χρηστών και κατ’ επέκταση τη συγκομιδή των πολύτιμων προσωπικών δεδομένων» σημειώνει ο Λούκα Μπέλι, καθηγητής Διαδικτυακής Διαχείρισης.
Τα ακροδεξιά κόμματα στοχεύουν διαδικτυακώς τις περιθωριακές ομάδες, όπως τους μετανάστες, τις εθνικές μειονότητες ή ακόμη και τους τοξικομανείς. Κάνουν τους ανθρώπους αυτούς να φαντάζουν τρομακτικοί κι επικίνδυνοι, ρίχνοντας λάδι στη φωτιά του φόβου και του μίσους εναντίον τους.
Μια μελέτη στη Γερμανία ανακάλυψε ότι οι περιοχές της χώρας όπου παρατηρείται μεγαλύτερη χρήση του Facebook είναι εκείνες όπου σημειώθηκαν τα περισσότερα εγκλήματα μίσους εναντίον μεταναστών (https://nyti.ms/2MHELn5). Το Facebook έχει υιοθετήσει μια δεσμίδα μέτρων κατά των μηνυμάτων μίσους το τελευταίο διάστημα. Παρόλα αυτά, οι ειδικοί πιστεύουν ότι μεγάλο μέρος της σύνδεσης με τη βία δεν επιτυγχάνεται με την προφανή ρητορική μίσους αλλά μέσα από πιο διακριτικούς και υπόγειους τρόπους, όπως ο αλγόριθμος που καθορίζει το newsfeed του κάθε χρήστη. Αυτός ο αλγόριθμος έχει χτιστεί πάνω σ’ έναν βασικό στόχο: την προώθηση εκείνου του περιεχομένου που μεγιστοποιεί την ενασχόληση του χρήστη. Οι αναρτήσεις που «πατούν» πάνω σε αρνητικά, πρωτόγονα συναισθήματα, όπως ο θυμός και ο φόβος, έχουν την καλύτερη απόδοση και κατ’ επέκταση τη μεγαλύτερη διάχυση.
Σύμφωνα με αποκάλυψη του BuzzFeed, μεταξύ 2012 και 2017, επτά από τα δέκα πιο δημοφιλή άρθρα για την Άνγκελα Μέρκελ στο Facebook ήταν ψευδή. Από αυτά, τα τρία την κατηγορούσαν ότι έδειχνε υπερβολική επιείκια στους μετανάστες που απειλούν τη Γερμανία.
Τώρα, για να είμαστε ακριβείς, υπάρχουν μέρη όπου η αισιοδοξία για τις δυνατότητες των social media δεν έχει σβήσει. Στην Ουγγαρία, όπου ο πρωθυπουργός Βίκτωρ Ορμπάν έχει εξουθενώσει τον ελεύθερο Τύπο, το Facebook έχει αποδειχθεί ζωτικό εργαλείο αντιμετώπισης της κρατικής προπαγάνδας. Παράλληλα, οι Τούρκοι πολίτες που αγανακτούν με τις τυραννικές μεθόδους του Ερντογάν καταφέρνουν να μένουν συσπειρωμένοι στο διαδίκτυο. Τον Μάιο του 2018, όταν ο Ερντογάν υποσχέθηκε να παραιτηθεί, αν «μια μέρα ο λαός πει ‘‘αρκετά’’», περισσότεροι από ένα εκατομμύριο Τούρκοι κατέφυγαν στο twitter αναπαράγοντας τη λέξη “Tamam” («Αρκετά»).
Τα social media έχουν γίνει η πρωταρχική πλατφόρμα αντιπαράθεσης στην κυβέρνηση Ερντογάν, ενώ τα παραδοσιακά μέσα πλημμυρίζουν από φιλοκυβερνητικές ειδήσεις. Η κυβέρνηση του Σουδάν αναγκάστηκε να κλείσει ορισμένες πλατφόρμες στις αρχές του περασμένου Ιανουαρίου αντιδρώντας έτσι στο κίνημα που οργανωνόταν εναντίον της μέσω των social media.
«Η εξουσία πάντοτε μαθαίνει και τα ισχυρά εργαλεία έρχονται πάντοτε στα χέρια της. Αυτό είναι ένα από τα πιο σκληρά μαθήματα της Ιστορίας αλλά και από τα πιο διαχρονικά. Βοηθάει να καταλάβουμε τους λόγους για τους οποίους, μέσα σε επτά χρόνια, οι ψηφιακές τεχνολογίες πέρασαν από το να χαιρετίζονται ως εργαλεία ελευθερίας και αλλαγής στο να κατηγορούνται για τις αναταραχές στις Δυτικές δημοκρατίες» σημειώνει η Ζεϊνέπ Τουφεκσί, τουρκάλα συγγραφέας, ακαδημαϊκός και κοινωνιολόγος της τεχνολογίας.
«Για πολύ καιρό, το Facebook Live αντιμετωπιζόταν ως ένα χρήσιμο εργαλείο για θετική κοινωνική αλλαγή. Στο τέλος, μπορεί να αποδειχτεί αδύνατο να διαχωρίσεις την καλή από το κακή επιρροή του» σημειώνει το έγκριτο New Yorker με αφορμή τη σφαγή στη Νέα Ζηλανδία.
Ίσως ο τρόπος να προχωρήσουμε μπροστά δεν είναι να καλλιεργήσουμε νοσταλγία για τους παλιούς καιρούς, αλλά να επιμείνουμε εμείς ως πολίτες στον έλεγχο των πληροφοριών μας, των πληροφοριοδοτών μας, στη διεκδίκηση ισχυρότερων θεσμών που θα βάλουν φρένο στην ανεξέλεγκτη εκμετάλλευση των ψηφιακών μέσων. Η ευθύνη δεν ανήκει μόνο στο facebook ή στο twitter αλλά σε κάθε ευσυνείδητο πολίτη γενικότερα.
ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΑΡΚΟΥΜΑΝΕΑΣ
Related Posts
19/06/2019
Γιατί τα αστέρια της πολιτικής καίγονται γρήγορα; Η περίπτωση του Αλέξη Τσίπρα
Χρειάζεται προσοχή όταν σπεύδουμε να…
19/05/2019
Ανάλυση των διαφημιστικών σποτ των κομμάτων και η επιρροή τους στις εκλογές
Ο ιδρυτής του PoliticoLab Παναγιώτης…